- πεισμάτιον
- πεισμ-άτιον, τό, Dim. of πεῖσμα (A) 3,A umbilical cord, Sch.D Il.19.119.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεισμάτιο — το / πεισμάτιον, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (II)] (υποκορ. τού πεῑσμα II) νεοελλ. σχοινί με το οποίο δένεται η βάρκα από την πλώρη, κν. μπαρούμα αρχ. μσν. ομφαλικός δεσμός … Dictionary of Greek
πεισματ(ι)όδεσμος — ο ναυτ. είδος κόμπου με τον οποίο προσδένεται το πείσμα, η ρεμέντζα, στον πλωτό σημαντήρα τού μόνιμου αγκυροβολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖσμα, ατος (II) / πεισμάτιον + δεσμός] … Dictionary of Greek